Το οράριο είναι άμφιο του πρώτου βαθμού της ιεροσύνης, του διακόνου. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό orare που σημαίνει "προσεύχομαι". Είναι μια μακριά ταινία υφάσματος, που φοριέται πάνω από τον αριστερό ώμο, με το ένα άκρο του εμπρός και το άλλο πίσω. O διάκονος κρατάει το άκρο που βρίσκεται εμπρός με το δεξί του χέρι, όταν προσεύχεται. Στο «Πάτερ Ημών», ο διάκονος τυλίγει και τις δύο άκρες του οραρίου στις πλάτες του για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά τη Θεία Κοινωνία, που ακολουθεί. Το οράριο συμβολίζει τα φτερά των Αγγέλων.